- συνευθύνω
- συνευθύνω,A straighten as well, Them.Or.27.338b, Paul.Aeg.6.120 (v.l. εὐθυνέτω).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνευθύνω — ΝΜΑ [εὐθύνω] νεοελλ. μσν. (το μέσ.) συνευθυνομαι ευθύνομαι από κοινού με άλλον, είμαι συνυπεύθυνος αρχ. διορθώνω από κοινού με άλλον … Dictionary of Greek
συνευθυνέτω — συνευθῡνέτω , συνευθύνω straighten as well pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνευθύνεσθαι — συνευθύ̱νεσθαι , συνευθύνω straighten as well pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)